- άλκη ή αλκή
- Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα σκληρό, που το χρώμα του ποικίλλει από σκούρο καστανό έως γκρίζο, ανάλογα με το είδος. Τα αρσενικά έχουν και χαρακτηριστικά παλαμοειδή κέρατα.
Οι ά. είναι ζώα ρωμαλέα, γρήγορα και ζουν σε αγέλες, κατά κανόνα στις ελώδεις περιοχές. Το αλόγιστο κυνήγι της ά. κατά το παρελθόν είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο περιορισμό του αριθμού των ζώων αυτών. Γι’ αυτό τον λόγο σε μερικές χώρες προστατεύεται με ειδικές διατάξεις. Το γένος ά. περιλαμβάνει περισσότερα είδη από τα οποία αναφέρουμε την ά. της Ευρασίας, που ζει στις σκανδιναβικές χώρες και στη Ρωσία και την αμερικανική ά., που ζει στις βόρειες περιοχές των ΗΠΑ και του Καναδά.
Άλκη η κοινή, είδος του γένους μηρυκαστικών άλκη (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.