άλκη ή αλκή

άλκη ή αλκή
Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα σκληρό, που το χρώμα του ποικίλλει από σκούρο καστανό έως γκρίζο, ανάλογα με το είδος. Τα αρσενικά έχουν και χαρακτηριστικά παλαμοειδή κέρατα. Οι ά. είναι ζώα ρωμαλέα, γρήγορα και ζουν σε αγέλες, κατά κανόνα στις ελώδεις περιοχές. Το αλόγιστο κυνήγι της ά. κατά το παρελθόν είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο περιορισμό του αριθμού των ζώων αυτών. Γι’ αυτό τον λόγο σε μερικές χώρες προστατεύεται με ειδικές διατάξεις. Το γένος ά. περιλαμβάνει περισσότερα είδη από τα οποία αναφέρουμε την ά. της Ευρασίας, που ζει στις σκανδιναβικές χώρες και στη Ρωσία και την αμερικανική ά., που ζει στις βόρειες περιοχές των ΗΠΑ και του Καναδά. Άλκη η κοινή, είδος του γένους μηρυκαστικών άλκη (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλκη — άλκη, η και αλκή, η είδος μεγάλου ελαφιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀλκῇ — Ἀλκή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλκή — strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλκη — elk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλκῃ — ἄλκη elk fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η σωματική και ψυχική δύναμη: Στα περσικά στίφη οι Έλληνες αντέταξαν την αλκή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλκῇ — ἀλκάζω put forth strength fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλκή strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλκη — η Ζωολ. το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος τού γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”